Η πράσινη μετάβαση και η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μπορούν να στηρίξουν τις περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με μελέτη του γερμανικού Bertelsmann Stiftung. Η μελέτη χρησιμοποιεί ένα νέο πολυπεριφερειακό μοντέλο εισροών-εκροών (MRIO) για να ποσοτικοποιήσει τις πιθανές συνέπειες της σταδιακής κατάργησης της ενέργειας που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα και της επέκτασης της ανανεώσιμης ενέργειας στην προστιθέμενη αξία και την απασχόληση.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι οικονομικές συνέπειες της ενεργειακής μετάβασης ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των περιφερειών (NUTS-2) της Ευρώπης. Η μεταβολή της προστιθέμενης αξίας κατά κεφαλήν κυμαίνεται από -2.450 ευρώ έως +1.570 ευρώ και της απασχόλησης μεταξύ -2,1% και +4,9%.

Συνολικά, οι περισσότερες περιφέρειες επηρεάζονται θετικά, με μέση αύξηση της προστιθέμενης αξίας κατά κεφαλήν κατά 10 ευρώ και αύξηση της απασχόλησης κατά 0,3% έως το 2050. Ωστόσο, οι θετικές και αρνητικές οικονομικές συνέπειες της ενεργειακής μετάβασης εξισορροπούνται μεταξύ των περιφερειών. Αν επιτευχθεί ένα κλιματικά ουδέτερο ενεργειακό σύστημα, τα αποτελέσματα δείχνουν αμελητέα μείωση της προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης έως το 2050 (-0,3% για το ΑΕΠ και -0,1% για την απασχόληση).

Οι αγροτικές περιφέρειες με σημαντικό δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επωφεληθούν περισσότερο από την ενεργειακή μετάβαση, ενώ οι αστικές περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ανθρακούχες βιομηχανίες είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν αρνητικές συνέπειες. Αυτό το δυναμικό προωθεί την οικονομική συνοχή παρέχοντας στις υστερούσες περιφέρειες την ευκαιρία να καλύψουν τη διαφορά, αλλά θέτει επίσης νέες προκλήσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Οι ΑΠΕ στην Ελλάδα, εστίαση στη Θεσσαλία

Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα, ως επί το πλείστον αγροτική χώρα με χαμηλότερο από το μέσο όρο οικονομικό επίπεδο και διαθέσιμο εισόδημα, έχει υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ δυναμική για επέκταση των ανανεώσιμων τεχνολογιών. Ωστόσο, η παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα είναι περισσότερο ανθρακούχα από τον μέσο όρο της ΕΕ, λόγω του υψηλού μεριδίου του άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα.

Η έκθεση δεν παρέχει συγκεκριμένα αποτελέσματα ανά περιφέρεια για την Ελλάδα λόγω έλλειψης δεδομένων. Ωστόσο, τα αποτελέσματα για τις ευρωπαϊκές περιφέρειες NUTS-2 σε άλλες χώρες δείχνουν αρνητικές συνέπειες στις αστικές περιοχές, ιδίως στις μητροπολιτικές περιοχές και τις πρωτεύουσες, γεγονός που πιθανόν να ισχύει και για την Αττική στην Ελλάδα. Το συνολικό αρνητικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα μπορεί να αντικατοπτρίζει τη ισχυρή συγκέντρωση της οικονομίας της χώρας στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του ΑΕΠ το 2022, σύμφωνα με τη Eurostat.

Η έκθεση εξετάζει τις επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα, εστιάζοντας στην περιφέρεια της Θεσσαλίας ως μελέτη περίπτωσης. Η Θεσσαλία, όπως και άλλες αγροτικές περιφέρειες στη Νότια Ευρώπη, όπως η Castilla y León (ES), η Castilla-La Mancha (ES) και το Molise (IT), προβλέπεται να έχει τα ισχυρότερα θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την προστιθέμενη αξία και την απασχόληση.

Αρκετοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτή τη θετική προοπτική:

  • Υψηλό δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας: Η Θεσσαλία διαθέτει άφθονες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια. Η αξιοποίηση αυτού του δυναμικού μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή.
  • Διαφοροποιημένη οικονομική δομή: Η οικονομία της Θεσσαλίας είναι σχετικά διαφοροποιημένη, χωρίς να κυριαρχείται από συγκεκριμένους τομείς. Αυτή η διαφοροποίηση την καθιστά λιγότερο ευάλωτη στις αρνητικές συνέπειες της σταδιακής κατάργησης της ενέργειας που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα και της αύξησης των τιμών καταναλωτή λόγω των αυξημένων ενεργειακών δαπανών.
  • Συνολικά, η ενεργειακή μετάβαση παρουσιάζει μια ευκαιρία για τη Θεσσαλία και άλλες παρόμοιες περιφέρειες να ενισχύσουν την οικονομική τους ευημερία και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η έκθεση δεν παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις προβλεπόμενες οικονομικές επιπτώσεις σε επίπεδο περιφέρειας για την Ελλάδα, λόγω έλλειψης δεδομένων.

Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι η Ελλάδα συνολικά αντιμετωπίζει αρνητικές οικονομικές συνέπειες από την ενεργειακή μετάβαση, κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών κατανάλωσης και της εξάρτησης από τις ανθρακούχες βιομηχανίες. Αυτές οι αρνητικές συνέπειες αναμένεται να είναι εντονότερες στις αστικές περιοχές, ιδίως στην Αττική, η οποία έχει χαμηλότερο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και υψηλότερη ενεργειακή ζήτηση.

Βασικά ευρήματα της έκθεσης:

  • Οι συνέπειες της ενεργειακής μετάβασης ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των περιφερειών, με τη μεταβολή της προστιθέμενης αξίας κατά κεφαλήν να κυμαίνεται από -2.450 ευρώ έως +1.570 ευρώ και της απασχόλησης μεταξύ -2,1% και +4,9%.
  • Η πλειονότητα των περιφερειών επωφελείται από την ενεργειακή μετάβαση, με μέση αύξηση της προστιθέμενης αξίας κατά κεφαλήν κατά 10 ευρώ και αύξηση της απασχόλησης κατά 0,3% έως το 2050.
  • Οι αγροτικές περιφέρειες με υψηλό δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι πιθανό να επωφεληθούν περισσότερο, ενώ οι αστικές περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ανθρακούχες βιομηχανίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αρνητικές συνέπειες.
  • Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και η αύξηση του κόστους των ορυκτών καυσίμων θα μπορούσαν να ενισχύσουν την οικονομική συνοχή μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών.

Στόχος μια πιο πράσινη και δίκαιη Ευρώπη

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να μειώσει τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ, αλλά απαιτεί προσαρμογές στην ευρωπαϊκή πολιτική συνοχής. Συνιστά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της πολιτικής συνοχής και την αξιοποίηση των συνεργειών της με την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ.

Για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την κάλυψη της διαφοράς, αλλά απαιτείται ανταλλαγή γνώσεων, τεχνική υποστήριξη και επενδύσεις. Οι περιφέρειες αυτές μπορούν να επωφεληθούν από τη διοχέτευση κεφαλαίων σε τομείς με τις μεγαλύτερες ανάγκες και τη διασφάλιση ότι η προστιθέμενη αξία παραμένει στις περιφέρειες αυτές.

Οι πιο ανεπτυγμένες αστικές περιφέρειες αντιμετωπίζουν προκλήσεις λόγω του περιορισμένου δυναμικού τους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η διατήρηση της οικονομικής τους ευημερίας είναι ζωτικής σημασίας για τη συνολική σύγκλιση προς τα πάνω σε ολόκληρη την ήπειρο. Η πολιτική συνοχής, με διευρυμένο πεδίο εφαρμογής και κατάλληλα μέσα πολιτικής, μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.

Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της ευθυγράμμισης των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας με τους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτικής συνοχής για τη διασφάλιση μιας πιο πράσινης και δικαιότερης Ευρώπης.

Διαβάστε ακόμη