Περισσότερες από 30 γεωτρήσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να λάβουν χώρα τα επόμενα 3 με 5 χρόνια στην Ευρώπη, με σκοπό την αξιοποίηση των πλούσιων γεωθερμικών πεδίων της ηπείρου, αναφέρει έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γεωθερμικής Ενέργειας (EGEC). Η Ελλάδα επιθυμεί τη διερεύνηση και αξιοποίηση γεωθερμικών πεδίων, τα επόμενα χρόνια ωστόσο οι ταχύτητες που ακολουθεί απέχουν παρασάγγας από τη δυναμική στην υπόλοιπη Ήπειρο. Προ ολίγων ημερών κατέληξε άγονος και ο διαγωνισμός του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που αφορούσε στη μίσθωση του δικαιώματος έρευνας γεωθερμικού δυναμικού σε τέσσερις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.
Παρά το υψηλό αρχικό επενδυτικό ενδιαφέρον το οποίο εκδηλώθηκε από ισχυρούς ο διαγωνισμός κατέληξε με μία και μόνο υποψήφια εταιρεία. Ωστόσο, οι προσφορές που κατέθεσε τελικά απορρίφθηκαν, καθώς κατά την Επιτροπή του Διαγωνισμού, δεν συμβάδιζαν με τους όρους της προκήρυξης. Σύμφωνα με απόφαση της Υφυπουργού Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, Αλεξάνδρας Σδούκου, που δημοσιεύθηκε 1η Μαΐου 2024, έγινε αποδεκτό το 2ο Πρακτικό Συνεδρίασης της Επιτροπής Αξιολόγησης προσφορών του διεθνούς διαγωνισμού για τη μίσθωση του δικαιώματος έρευνας γεωθερμικού δυναμικού. Με βάση αυτό, απορρίφθηκαν οι προσφορές της υποψήφιας (Ενέργεια Θράκης Ι.Κ.Ε.), ενώ η διαγωνιστική διαδικασία χαρακτηρίζεται άγονη ελλείψει άλλων συμμετεχόντων.
Η γεωθερμία είναι μια από τις πιο ήπιες και με τη λιγότερη όχληση για το περιβάλλον ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με άμεσες χρήσεις (τηλεθέρμανση, θερμοκήπια, υδατοκαλλιέργειες, ξήρανση αγροτικών προϊόντων, λουτροθεραπείες και SPA) και έμμεσες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η τεχνολογία των έργων γεωθερμίας συγγενεύει με αυτή των γεωτρήσεων για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σε αντίθεση με άλλες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι γεωθερμικές εγκαταστάσεις δεν απαιτούν κρίσιμες πρώτες ύλες όπως οι σπάνιες γαίες, οι οποίες είναι σε έλλειψη στην Ευρώπη. Η γεωθερμική αγορά που πηγάζει από ρηχή γεωθερμία, για οικιστική χρήση εκτιμάται πως θα αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό 10%, όπως προβλέπουν οι ειδικοί της αγοράς. Αντιθέτως, η βαθιά γεωθερμία (UDG) απέχει βραχεία κεφαλή από την πρώτη, ιδίως στην Ολλανδία, καθώς το περίπου 40% της συνολικής ζήτησης ενέργειας στις Κάτω Χώρες αφορά στη θερμότητα. Η Ολλανδία θέλει να στραφεί σε αυτή την ανανεώσιμη πηγή ενέργειας η οποία τείνει να κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια.
Ψήφισμα που εγκρίθηκε από τους ευρωβουλευτές αρχές του 2024 ζητεί μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την επιτάχυνση της ανάπτυξης και των επενδύσεων στη γεωθερμική ενέργεια. Οι περίπλοκοι εθνικοί κανονισμοί, σε συνδυασμό με τις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, επιβραδύνουν την ανάπτυξη της γεωθερμικής ενέργειας, σύμφωνα με ψήφισμα που εγκρίθηκε την περασμένη εβδομάδα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το ψήφισμα ζητεί μια ευρωπαϊκή στρατηγική για τη γεωθερμική ενέργεια, ξεκινώντας με τη χαρτογράφηση των γεωθερμικών πόρων σε ολόκληρη την ΕΕ, ώστε να διασφαλιστεί ότι όλα τα δεδομένα για το υπέδαφος συγκεντρώνονται σε ένα μέρος και καθίστανται προσβάσιμα στο κοινό. Η έκθεση του Πολωνού νομοθέτη Zdzisław Krasnodębski ενθαρρύνει τα κράτη μέλη της ΕΕ να αναπτύξουν εθνικές στρατηγικές για τη γεωθερμία, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας, της Πολωνίας και της Ιρλανδίας, οι οποίες έχουν καταρτίσει ειδικά μέτρα πολιτικής για τη στήριξη αυτής της ανανεώσιμης πηγής ενέργειας.
Το 2022 λειτουργούσαν 142 γεωθερμικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας με εγκατεστημένη ισχύ περίπου 3,5 GW και παραγωγή άνω των 22 TWh. Ο μέσος συντελεστής δυναμικότητας ήταν 79% πέρυσι, ο υψηλότερος από όλες τις πηγές ηλεκτρικής ενέργειας. Η ανάπτυξη της γεωθερμικής ηλεκτρικής ενέργειας στην Τουρκία, την Ιταλία, την Ισλανδία τη Γερμανία και τη Γαλλία έχει δημιουργήσει ένα εργατικό δυναμικό ικανό να αναπτύξει έργα γεωθερμικής θερμότητας, αλλά και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για όλες τις τεχνολογίες βαθιάς γεωθερμίας.
Τα βασικά εμπόδια περιλαμβάνουν τη χρηματοδότηση των έργων για την κάλυψη των υψηλών κεφαλαιακών επενδύσεων και την κάλυψη του κινδύνου των πόρων, τις συνθήκες της αγοράς και τη διαδικασία αδειοδότησης. Οι κοινωνικοοικονομικές πτυχές μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο σε ορισμένες περιοχές όσον αφορά την αποδοχή από το κοινό. Τα τελευταία χρόνια, η διαθεσιμότητα υλικών, εξοπλισμού και ειδικευμένου προσωπικού έχει οδηγήσει σε καθυστερήσεις των έργων. Για τη βελτίωση των επιχειρηματικών περιπτώσεων, χρησιμοποιούνται συστήματα κλιμάκωσης και εξορύσσονται εναλλακτικοί πόροι όπως το λίθιο. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την επιτάχυνση της χρήσης της γεωθερμικής θερμότητας είναι η προώθηση έργων μεγάλης κλίμακας, σημειώνει η έκθεση.
Η κύρια πρόκληση για τη χρηματοδότηση έργων γεωθερμικής ενέργειας είναι «η δομή του κόστους που απαιτεί μεγάλες προκαταβολικές επενδύσεις, ενώ η βιωσιμότητα του έργου είναι άγνωστη λόγω αβεβαιοτήτων σχετικά με την ποιότητα του πόρου πριν από τη διάνοιξη της γεώτρησης. Επιπλέον, τα γεωθερμικά έργα αναλαμβάνονται συχνά από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή τις τοπικές δημόσιες αρχές, οι οποίες έχουν πιο περιορισμένα οικονομικά μέσα ή λιγότερες δυνατότητες ανάληψης χρέους». Κυρίως τα ρυθμιστικά εμπόδια και το εντελώς ανομοιογενές ρυθμιστικό πλαίσιο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών εμποδίζουν το βήμα προς την απόφαση για μια οικονομική επένδυση στην ανάπτυξη γεωθερμικών έργων. Τα κατάλληλα καθεστώτα στήριξης και τα χρηματοδοτικά μέσα επιτρέπουν τη μείωση του κόστους που είναι απαραίτητη για να φτάσει μια τεχνολογία στην αγορά και την εδραίωση μιας αναδυόμενης βιομηχανίας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε μια αγορά που παραμένει πολύ ευνοϊκή για τις καθιερωμένες ορυκτές τεχνολογίες.
Η περίπτωση της Γερμανίας
Ολοένα και εντονότερη γίνεται η στροφή της γερμανικής βιομηχανίας στο υπέδαφος, καθώς η γεωθερμική τεχνολογία έχει τεράστιες δυνατότητες ως ανανεώσιμη πηγή θέρμανσης. Η πίεση για δράση στον τομέα της θέρμανσης είναι τεράστια. Πάνω από το ήμισυ της τελικής ενέργειας στη Γερμανία χρησιμοποιείται για θέρμανση, τα γραφείων, επιχειρήσεων νοικοκυριών και για παροχή θερμότητας στο εμπόριο και τη βιομηχανία. Ως εκ τούτου, η μετάβαση στον τομέα της θερμότητας είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των γερμανικών και διεθνών κλιματικών στόχων, με σκοπό την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Η γεωθερμική ενέργεια μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος της λύσης στις ενεργειακές προκλήσεις της χώρας. Η τεχνολογία αυτή έχει τη δυνατότητα να καλύψει μεγάλα τμήματα της συνολικής κατανάλωσης θερμότητας. Ωστόσο, η υλοποίηση γεωθερμικών έργων περιλαμβάνει επί του παρόντος πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες έγκρισης και αδειοδότησης. Από την ανάπτυξη ενός έργου έως την πραγματική υλοποίηση μπορεί να περάσουν αρκετά χρόνια. Η απαγόρευση των λεβήτων ήταν μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γερμανία στην πράσινη μετάβασή της – η τεράστια ποσότητα CO₂ που εκπέμπεται από τον τομέα της θέρμανσης.
Η θέρμανση αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 50 % της κατανάλωσης ενέργειας στη Γερμανία – και το 85 % αυτής προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Η τεχνολογία είναι απλή – γίνονται γεωτρήσεις σε υπόγειες λίμνες, γνωστές ως υδροφόροι ορίζοντες, που βρίσκονται 1-3 χιλιόμετρα κάτω από το έδαφος. Η Βαυαρία αντιπροσωπεύει σήμερα σχεδόν το 80% της εγκατεστημένης γεωθερμικής παραγωγής ενέργειας στη Γερμανία. Περίπου 250.000 νοικοκυριά στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού στη Γαλλία αντλούν γεωθερμική θερμότητα, η οποία τροφοδοτείται από υδροφόρους ορίζοντες που αξιοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1969.
Η Ισλανδία είναι επίσης παραγωγική στον τομέα αυτό, με τις γεωθερμικές πηγές να αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα της χρήσης πρωτογενούς ενέργειας. Συγκριτικά με αυτό, η Γερμανία είναι ένας «νάνος». Το 2020 διέθετε 42 γεωθερμικές εγκαταστάσεις, οι οποίες παρείχαν μόλις 359 μεγαβάτ εγκατεστημένης θερμικής ισχύος. Η γεωθερμική ενέργεια αναδεικνύεται ως ένας εκ των βασικών μοχλών για την τόνωση της αγροτικής παραγωγής στην Τουρκία, καθώς η γειτονική χώρα βρίσκεται πάνω σε μια ενεργή τεκτονική ζώνη και διακρίνεται από περίσσεια γεωθερμικών πόρων, οι οποίοι υπερβαίνουν τα αποθέματα των περισσότερων χωρών της Ευρώπης.
Η στροφή των κολοσσών πετρελαίου και φυσικού αερίου
Όπως τονίζει η Wall Street Journal, η νέα γεωθερμική βιομηχανία αποτελεί το αποτέλεσμα μιας σύγκλισης συμφερόντων μεταξύ των βιομηχανιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, τεχνολογίας και πράσινης ενέργειας. Πολλές εξ αυτών των εταιρειών αξιοποιούν την ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν για το fracking (ρηγμάτωση) προς αναζήτηση υπόγειας θερμότητας. Η θερμότητα που βρίσκουν τα γεωτρύπανα στο υπέδαφος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή σταθερής, επί εικοσιτετραώρου βάσεως παροχής ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς άνθρακα, η οποία είναι περιζήτητη από τις εταιρείες τεχνολογίας για τα ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων τους.
Ο εντοπισμός θυλάκων υπόγειας θερμότητας είναι σχετικά εύκολος σε μέρη με μεγάλη γεωθερμική δραστηριότητα, όπως περιοχές των ΗΠΑ, η Ινδονησία και η Νέα Ζηλανδία. Όταν η θερμότητα βρίσκεται βαθύτερα στη γη, είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό να βρεθεί. Γι’ αυτό και η γεωθερμική ενέργεια στις ΗΠΑ αποτελεί μόλις το 1% της συνολικής παραγωγής. Ωστόσο η τεχνολογική πρόοδος στις γεωτρήσεις, τη μοντελοποίηση και την τεχνολογία αισθητήρων αναμένεται να αλλάξει αυτό το ποσοστό: Το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ εκτιμά ότι η γεωθερμική ενέργεια θα μπορούσε να τροφοδοτεί περισσότερες από 65 εκατομμύρια κατοικίες μέχρι το 2050.
Εταιρείες όπως η BP, η Chevron και η Shell συγκαταλέγονται στους ενεργειακούς γίγαντες που επενδύουν στη γεωθερμία. Άλλωστε πολλά ανενεργά σημεία εξόρυξης πετρελαίου εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να διαμορφωθούν κατάλληλα προς παραγωγή γεωθερμικής ενέργειας. Οι λόγοι για τους οποίους οι ενεργειακές εταιρείες είναι οι πρώτες που στρέφονται στη γεωθερμία είναι απλοί: Οι πετρελαϊκές εταιρείες κατανοούν τη γεωλογία του υπεδάφους, έχουν εμπειρία στην κατασκευή έργων υποδομής και διαθέτουν επαρκή ρευστότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Chevron, επί παραδείγματι, ενώνεται με άλλες εταιρείες και επιδιώκει να αναπτύξει πιλοτικά έργα γεωθερμίας στην Ιαπωνία, την Ινδονησία και τις ΗΠΑ.
Διαβάστε ακόμη: