Η Ελλάδα είναι μία εκ των χωρών της Ευρώπης που θα έρθει αντιμέτωπη με το πρόβλημα συμφόρησης στα εθνικά δίκτυα μεταφοράς ενέργειας. Σύμφωνα με ανάλυση του think tank Ember οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες απέχουν παρασάγγας από τον αριθμό των επενδύσεων, οι οποίες πραγματοποιούνται σε δίκτυα. Ως εκ τούτου, υπάρχει ένας σκεπτικισμός στην Ελλάδα και άλλες 10 χώρες της Ευρώπης σχετικά με το γεγονός ότι το σύστημα δεν θα μπορεί «να σηκώσει» τη φθηνή ενέργεια που παράγουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), διότι υπάρχει έλλειψη δικτύων. Τα σημεία συμφόρησης μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για την ενεργειακή μετάβαση. Η Ελλάδα αφουγκράζεται αυτή την ανάγκη, βάζοντας την αναγέννησή τους ψηλά στην πολιτική ατζέντα. Τα δίκτυα κατέχουν πλέον εξέχουσα θέση στο δημόσιο διάλογο, με πολλούς ανθρώπους της αγοράς να μιλούν για την αναγκαιότητά τους με σκοπό την εξισορρόπηση του συστήματος.
Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει το status quo. Η Γηραιά Ήπειρος θα χρειαστεί να επενδύσει 800 δισ. ευρώ έως το 2030 μόνο στην ενεργειακή της υποδομή για να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους και να διατηρήσει τη βιομηχανία της ανταγωνιστική, σύμφωνα με μια νέα έκθεση της European Round Table for Industry. Τα πιο φιλόδοξα σχέδια δικτύου βρίσκονται στη Φινλανδία, την Ολλανδία, τη Δανία και την Κροατία, όπου τα σχέδια των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς για το 2030 υπερβαίνουν τους εθνικούς στόχους εγκατάστασης ηλιακής ενέργειας κατά περισσότερο από 50%. Η έκθεση σχολιάζει πως η Σλοβενία και η Κύπρος περιγράφονται ως «ουδέτερες», με τα σχέδια δικτύου τους να είναι 10% περισσότερο ή 10% λιγότερο από τους εθνικούς τους στόχους τόσο για ηλιακή όσο και για αιολική ενέργεια. Η Ρουμανία και η Ελλάδα «υστερούν ελαφρώς», ενώ η Βουλγαρία «υστερεί σημαντικά» καθώς το σχέδιό της είναι πάνω από 50% κάτω από τον εθνικό στόχο για το 2030.
Τα βήματα όμως γίνονται. «Η ενεργειακή μετάβαση συμβαίνει ήδη. Στην Ελλάδα έχουμε μια απολύτως συγκεντρωμένη και ρεαλιστική στρατηγική στον τομέα» τόνισε ο Επικεφαλής Ενεργειακός Σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Νίκος Τσάφος επισημαίνοντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ότι η χώρα μας από το 2005 έχει μειώσει κατά 87% την παραγωγή λιγνίτη και από το 2019 έχει αυξήσει κατά 50% την παραγωγή ενέργειας που προέρχεται από τον ήλιο και τον αέρα, αναφέροντας παράλληλα ότι «μετά το 2019 διπλασίασε τις επενδύσεις στα δίκτυα», υπογραμμίζοντας την σημασία που έχει η ευελιξία για την επίτευξη του στόχου της ενεργειακής μετάβασης».
«Τα νέα ΑΠΕ είναι τα δίκτυα και όχι τα ΑΠΕ από μόνα τους», δήλωσε χθες ο Θοδωρής Τζούρος, Ανώτερος Γενικός Διευθυντής, Chief Corporate & Investment Banking της Τράπεζας Πειραιώς στο Φόρουμ των Δελφών. «Υπάρχει μια αυξανόμενη πλεονάζουσα ποσότητα ρεύματος, η οποία όμως πρέπει να διατεθεί από τη στιγμή που δεν υπάρχουν μπαταρίες. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η ηλεκτρική διασύνδεση με το εξωτερικό», ανέφερε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι η ηλεκτρική διασύνδεση θα επιτρέψει να φύγει η ενέργεια και να πάει στη Βόρεια Ευρώπη.
Οι ετήσιες επενδύσεις σε δικτυακές υποδομές τα τελευταία χρόνια κυμαίνονται από 22 δισεκατομμύρια ευρώ έως 32 δισεκατομμύρια ευρώ – μια τάση που θα δει τα δίκτυα να υπολείπονται κατά 60% από αυτό που απαιτείται μέχρι το 2050, προειδοποιούν οι βιομήχανοι στην έκθεσή τους. Απαιτείται περισσότερη χωρητικότητα δικτύου για την κάλυψη των ηλεκτρικών οχημάτων, των βιομηχανικών διεργασιών, της θέρμανσης και της ψύξης, τα οποία θα ηλεκτροδοτούνται όλο και περισσότερο. Παράλληλα, το σύστημα θα χρειάζεται όλο και περισσότερη ανθεκτικότητα για να χειριστεί τη μεταβλητότητα της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας. Η έκθεση διαπιστώνει ότι «οι δαπάνες για επενδύσεις στο δίκτυο πρέπει να υπερδιπλασιαστούν σε ετήσια βάση σε σύγκριση με τις ιστορικές τάσεις, εάν η ΕΕ θέλει να επιτύχει τους στόχους της για το κλίμα». Αυτό σημαίνει ποσά μεταξύ 70 και 84 δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο.
Για τη σημασία των δικτύων μίλησε και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Ανανεώσιμες Κωνσταντίνος Μαύρος σχολιάζοντας πως από κοινού με την αποθήκευση και τις νέες τεχνολογίες είναι τα «κλειδιά» για την προώθηση της πράσινης μετάβασης. Αντίστοιχη, τοποθέτηση έκανε και ο διευθύνων σύμβουλος επιχειρηματικής μονάδος ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας του ομίλου Κοπελούζος, Ιωάννης Καρύδας. Όπως σημείωσε «πέραν της διεύρυνσης και διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας χρειαζόμαστε τα δίκτυα για να βελτιώσουμε την μεταφορά ενέργειας». Ο Dev Sanyal, CEO, VARO Energy, Ελβετία ανέφερε πως για χιλιετίες είχαμε μία πηγή ενέργειας. Τώρα ζούμε σε έναν κόσμο που είναι πολυδιάστατος και περίπλοκος και είναι πολύ σημαντικό να σκεφτόμαστε σε αυτό το πλαίσιο», ανέφερε. Από την άλλη πλευρά, όπως εξήγησε ο κ. Sanyal, οι ανανεώσιμες πηγές από τις οποίες προέρχεται το 50% της ενέργειας που καταναλώνουμε, είναι ένας λόγος αισιοδοξίας. «Μιλώντας για ασφάλεια και οικονομία πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι συνδέουμε περισσότερα δίκτυα», τόνισε ο κ. Sanyal, επισημαίνοντας παράλληλα την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των συμβατικών πηγών ενέργειας με τις ανανεώσιμες, την χρήση παλαιών δικτύων για νέους σκοπούς, και την ύπαρξη ενός σταθερού ρυθμιστικού πλαισίου.
Σημειώνεται πως το 40% των δικτύων διανομής στην Ευρώπη είναι παλαιότερα των 40 ετών και η διασυνοριακή δυναμικότητα μεταφοράς αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της επιτροπής, αναμένεται να αυξηθεί περίπου κατά 60% από τώρα έως το 2030. Τα δίκτυα θα πρέπει να εξυπηρετούν ένα πιο ψηφιοποιημένο, αποκεντρωμένο και ευέλικτο σύστημα με εκατομμύρια ηλιακούς συλλέκτες στέγης, αντλίες θερμότητας και τοπικές ενεργειακές κοινότητες, που θα μοιράζονται τους πόρους τους, περισσότερες υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα συνδέονται στο δίκτυο, περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα για φόρτιση και αυξανόμενες ανάγκες παραγωγής υδρογόνου.
Η Ελλάδα προωθεί επενδύσεις που θα φτάσουν τα 5,7 δισ. ευρώ σε ορίζοντα δεκαετίας, με στρατηγική προτεραιότητα την ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων και των εγχώριων υποδομών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας όπως προβλέπει το επικαιροποιημένο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΔΠΑ) 2024-2033 του ΑΔΜΗΕ. Πριν λίγους μήνες ο ΑΔΜΗΕ ανακοίνωσε επενδύσεις 120 εκατ. ευρώ έως το 2026 για έργα ανθεκτικότητας του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο επιταχύνει την υλοποίηση του δεύτερου κύκλου του Προγράμματος Ανανέωσης Εξοπλισμού. Στόχος του προγράμματος είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ηλεκτρικού συστήματος, με δεδομένες τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης, την αυξανόμενη διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και την επέκταση των νησιωτικών και ηπειρωτικών διασυνδέσεων. Ο Διαχειριστής θα πραγματοποιήσει 1.145 αντικαταστάσεις νευραλγικού εξοπλισμού του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, αριθμός τετραπλάσιος σε σχέση με τον προηγούμενο κύκλο.