Πρόσθετες επενδύσεις ύψους 620 δισ. ευρώ ετησίως εκτιμά πως χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του REPowerEU. Σύμφωνα με την έκθεση της E3G μιας δεξαμενής σκέψης για την κλιματική αλλαγή, η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί την περαιτέρω κινητοποίηση των ιδιωτικών κεφαλαίων. Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας πρέπει να βρεθούν σε μία διαρκή αλληλεπίδραση να κινηθούν εξυπνότερα, ώστε να υπάρξει προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων.

Το μείζον ζήτημα της χρηματοδότησης έθιξε προσφάτως στο συνέδριο της Wind Europe στο Μπιλμπάο της Ισπανίας και η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, αφού η πράσινη μετάβαση απαιτεί ένα ευρύ φάσμα κονδυλίων. Η χρηματοδότηση, όπως δήλωσε αποτελεί πρόκληση. Ο προσανατολισμός της ΕΕ στην στήριξη και προώθηση «πράσινων» επενδύσεων, όπως μέσω του Taxonomy ή της ποσόστωσης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δείχνει το δρόμο. Τα δημόσια κονδύλια πρέπει να στηρίξουν τέτοιες επενδύσεις και να μοχλεύσουν τα απαιτούμενα πολλαπλάσια ιδιωτικά κεφάλαια που θα επιφέρουν την μετάβαση.

Η ένταση των κλιματικών επιπτώσεων δείχνει πως το κόστος της αδράνειας είναι μεγαλύτερο – κοινωνικά και οικονομικά από το κόστος της πράσινης μετάβασης. Οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι σημαντικές, αλλά κάθε άλλο παρά ανυπέρβλητες. Πολλά μπορούν να επιτευχθούν διασφαλίζοντας περισσότερη υπάρχουσα χρηματοδότηση – τόσο ιδιωτική όσο και δημόσια, πολλώ μάλλον όταν αυτή καταλήγει στο «σωστό μέρος». Ωστόσο, οι συνθήκες υπό τις οποίες θα πρέπει να ληφθούν αυτές οι αποφάσεις τα επόμενα πέντε χρόνια έχουν καταστεί δύσκολες. Οι πολλαπλές κρίσεις, ο αυξημένος πληθωρισμός, η κοινωνική ανισότητα και ο γεωστρατηγικός ανταγωνισμός έχουν επηρεάσει τον πολιτικό χώρο και τη στήριξη της βιώσιμης μετάβασης στην Ευρώπη.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι Fit-for-55, θα πρέπει να επενδύονται κάθε χρόνο περίπου 487 δισ. ευρώ σε ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα έως το 2030, τα οποία περιλαμβάνουν την πλευρά της προσφοράς (55 δισ. ευρώ και 93 δισ. ευρώ για τα δίκτυα και τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας αντίστοιχα) και την πλευρά της ζήτησης (339 δισ. ευρώ). Επιπλέον, η επίτευξη των στόχων της REPowerEU απαιτεί επενδύσεις 210 δισ. ευρώ μεταξύ 2022 και 2024. Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις περιλαμβάνουν 113 δισ. ευρώ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (86 δισ. ευρώ) και τις βασικές υποδομές υδρογόνου (27 δισ. ευρώ), καθώς και 37 δισ. ευρώ για την αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου έως το 2030.

Παρ’ όλα αυτά, πολλά χρήματα εξακολουθούν να κατευθύνονται σε δραστηριότητες που αντιβαίνουν στους στόχους της πράσινης μετάβασης. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι τα τρία τέταρτα του χρηματοδοτικού κενού για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές έως το 2050 μπορούν να καλυφθούν απλώς με την εκτροπή της υφιστάμενης χρηματοδότησης από επιβλαβείς ή περιττές δραστηριότητες, σε εκείνες που θα υλοποιήσουν τη μετάβαση. Μέχρι σήμερα, η ΕΕ έχει επικεντρωθεί στην ενθάρρυνση της διαφάνειας και στη διευκόλυνση των επενδυτών να εντοπίζουν βιώσιμες δραστηριότητες στις οποίες μπορούν να επενδύσουν. Τώρα, πρέπει να αναληφθεί δράση για την παροχή ισχυρότερων κινήτρων, ώστε οι επενδυτές να βάλουν τα χρήματά τους στο τραπέζι με γνώμονα την πραγματική στροφή στη βιωσιμότητα.

Εξυπνότερη ανάπτυξη

Για να προωθηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν αρκεί να διατίθεται δημόσια χρηματοδότηση. Σκοπός είναι να δημιουργηθεί ζήτηση στην αγορά για δραστηριότητες και λύσεις που στηρίζουν τη μετάβαση και να δοθούν ισχυρά μηνύματα στους παράγοντες των χρηματοπιστωτικών αγορών. Υπάρχουν τρεις τομείς στους οποίους οι δημόσιοι θεσμοί, οι μοχλοί πολιτικής και τα εργαλεία της ΕΕ μπορούν να ενισχυθούν για την καλύτερη διάθεση της δημόσιας χρηματοδότησης για τη μετάβαση: Πρώτον οι κρατικές τράπεζες. Οι ευρωπαϊκές κρατικές τράπεζες θα πρέπει να αξιοποιηθούν περισσότερο, ώστε να προωθηθεί η μετάβαση σε ενωσιακό, εθνικό και τομεακό επίπεδο. Το κυριότερο ζήτημα είναι να δράσουν με μεγαλύτερη φιλοδοξία και να προχωρήσουν πέρα από την απλή ευθυγράμμιση με την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ. Επιπλέον, είναι σημαντικό να προσελκύσουν μια πιο ποικιλόμορφη ομάδα προσωπικού, ικανή να παρέχει προσαρμοσμένη και πρωτοποριακή τεχνική βοήθεια. Αυτό θα υποστηρίξει τόσο τον ιδεασμό του έργου όσο και τη χρηματοοικονομική μοντελοποίηση που απαιτείται για τη χρηματοδότηση λύσεων που σχετίζονται με τη μετάβαση. Η ενίσχυση και η ενσωμάτωση της χρήσης καινοτόμων χρηματοδοτικών μέσων, καθώς και η χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας και της προσαρμογής σε ολόκληρη την Ευρώπη, θα πρέπει επίσης να αποτελούν βασικές λειτουργίες των κρατικών τραπεζών της ΕΕ. Την ίδια ώρα, η χρηματοδότηση σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσε επιπλέον να μοχλεύσει ιδιωτικές επενδύσεις και να στηρίξει τις επιχειρήσεις στη μετάβασή τους, ευθυγραμμίζοντας τους εν λόγω μηχανισμούς με τις τρέχουσες πολιτικές και τα εργαλεία βιώσιμης χρηματοδότησης για τον ιδιωτικό τομέα. Ειδικότερα, η αρχή και τα κριτήρια «μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης» της ταξινόμησης, καθώς και η εποπτεία του σχεδίου μετάβασης βάσει της οδηγίας για τη δέουσα επιμέλεια (CSDDD) θα αποτελέσουν ισχυρά κίνητρα εάν ενσωματωθούν στις δημόσιες δαπάνες.

Τέλος, πρέπει να αλλάξει η λογική γύρω από τις Πράσινες Δημόσιες Συμβάσεις (ΠΔΣ). Σημειώνεται πως οι ΠΔΣ ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως «η διαδικασία με την οποία οι δημόσιες αρχές επιδιώκουν να συνάψουν συμβάσεις για αγαθά, υπηρεσίες και έργα με μικρότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, σε σύγκριση με αγαθά, υπηρεσίες και έργα που επιτελούν την ίδια πρωταρχική λειτουργία τα οποία θα αποτελούσαν το αντικείμενο της σύμβασης υπό άλλες συνθήκες». Αυτή θα πρέπει να είναι μια ελκυστική προοπτική, καθώς συνεπάγεται την αλλαγή των όρων για τα υφιστάμενα δημόσια οικονομικά, αντί της αύξησης του ποσού της χρηματοδότησης. Οι δημόσιες συμβάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ιδιαίτερα ισχυρό εργαλείο για την προώθηση της μετάβασης σε βαριές βιομηχανίες, όπως η χαλυβουργία και το τσιμέντο, όπου οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των κινδύνων των επενδύσεων σε μεθόδους παραγωγής χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών.

Η Ελλάδα προσπαθεί επίσης να κινητοποιήσει πλήθος επενδύσεων. Το στοίχημα δεν είναι απλώς να εκταμιευθούν πόροι 21 δισ. ευρώ, που υπολείπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά να απορροφηθούν. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης στο συνέδριο που διοργάνωσε η Κομισιόν, το υπ. Εθνικής Οικονομίας και το ΙΟΒΕ τόνισε ότι τα δύσκολα είναι τώρα μπροστά μας. Στο πρώτο μέρος τα ορόσημα για τις εκταμιεύσεις ήταν κυρίως μεταρρυθμίσεις, δηλαδή ψήφιση νόμων, εύκολες σχετικά διαδικασίες, χωρίς μεγάλα ρίσκα καθυστερήσεων. Και μπορεί να έχει ολοκληρωθεί το 40% των μεταρρυθμιστικών οροσήμων (52 επί ενός συνόλου 139), όμως τώρα μπαίνουμε στην καρδιά του προγράμματος.

Η πράσινη μετάβαση αποτελεί βασική εστίαση του Ταμείου Ανάκαμψης και έχει διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό ένα σημαντικό ποσό χρηματοδότησης σε όλα τα κράτη μέλη. Ο συνολικός αριθμός των (επιμέρους) μέτρων που συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση ανέρχεται σε 1.421 (291 μεταρρυθμίσεις και 1.130 επενδύσεις), συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 2.600 ορόσημων και στόχων. Οι μεγαλύτερες δαπάνες που υποστηρίζουν την πράσινη μετάβαση διατέθηκαν για τη βιώσιμη κινητικότητα (31%) σε όλα τα μέτρα του Ταμείου Ανάκαμψης, ακολουθούμενες από την ενεργειακή απόδοση (29%) και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ( ΑΠΕ) και τα δίκτυα (14%).