Σε εξαγγελία σειράς μέτρων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στον πρωτογενή τομέα έχει προχωρήσει η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα. Μια από τις πιο συμφέρουσες επιλογές για τους αγρότες είναι ο ενεργειακός συμψηφισμός (net metering).

Τα αγροτικά φωτοβολταϊκά με net metering είναι ένα είδος ηλιακών συστημάτων που εγκαθίστανται σε γεωργικές – κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις ή και παρακείμενες εκτάσεις και αποτελούνται από ηλιακούς συλλέκτες που μετατρέπουν την ηλιακή ακτινοβολία σε ηλεκτρική ενέργεια. Με τον όρο net metering, εννοούμε την ενεργειακή αυτοπαραγωγή (δηλαδή την παραγωγή ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά στη συγκεκριμένη περίπτωση), παράλληλα με τον ενεργειακό συμψηφισμό (δηλαδή την ενέργεια που καταναλώθηκε από το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ μείον την ενέργεια που παράχθηκε από το φωτοβολταϊκό σταθμό).

Τα αγροτικά φωτοβολταϊκά με την εγκατάσταση του κατάλληλου συστήματος, (για το οποίο απαιτείται υπολογισμός των καταναλώσεων ανά έτος και μελέτη του χώρου εγκατάστασης ανά περίπτωση) ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια για τη λειτουργία αντλιοστασίων, την άρδευση των χωραφιών, την τροφοδότηση πτηνοτροφικών, κτηνοτροφικών μονάδων και θερμοκηπίων, προσφέρουν μια βιώσιμη και αποδοτική εναλλακτική λύση για τη μείωση των ποσών που πληρώνουν οι αγρότες για τους λογαριασμούς του ρεύματος.

Ειδικά για τους αγρότες, που συμμετέχουν σε συνεργατικά σχήματα, επιτρέπεται και ο εικονικός συμψηφισμός (virtual net metering), δηλαδή δίνεται η δυνατότητα εγκατάστασης του σταθμού παραγωγής σε διαφορετικό χώρο από την εγκατάσταση κατανάλωσης.

Οι προϋποθέσεις για τα αγροτικά φωτοβολταϊκά σε μεμονωμένους αγρότες είναι οι εξής:

  • Ο αιτούμενος αγρότης μπορεί να υποβάλλει και παραπάνω από μία αιτήσεις που αντιστοιχούν η κάθε μία σε μία παροχή ρεύματος αγροτικής χρήσης, σύμφωνα με το Μητρώο που τηρεί ο ΔΕΔΔΗΕ, μέσω της οποίας πραγματοποιείται και η ταυτοποίηση του αιτούμενου.
  • Ο αιτούμενος αγρότης εκτός από την υποβολή αίτησης για αγροτική παροχή ή αγροτικές παροχές, επιτρέπεται να υποβάλλει αίτηση και για τη κατοικία του, αλλά μπορεί να υποβάλλει μόνο μια αίτηση και για μία και μόνο κατοικία, η οποία πρέπει να διαθέτει ενεργή οικιακή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.
  • Ανεξαρτήτως της κατηγορίας που υπάγεται ο αιτούμενος με βάση την επιλεγμένη παροχή δεν είναι δυνατή η υποβολή άνω της μίας αίτησης για την ίδια κατοικία ή παροχή ρεύματος.
  • Ο αιτούμενος αγρότης έχει την δυνατότητα να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκό σταθμό, με ή χωρίς μπαταρία.
  • Η μέγιστη ισχύς του φωτοβολταϊκού σταθμού ορίζεται στα 10,8 κιλοβάτ (kW), ωστόσο μετά τις πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, πρόκειται να αυξηθεί στα 50 kW.
  • Ο ενδιαφερόμενος αγρότης θα πρέπει να έχει υποβάλει την αίτηση μέσω της πλατφόρμας του ΔΕΔΔΗΕ.

Η αγροτική επιδότηση αφορά την κάλυψη του 40% για τα φωτοβολταϊκά με ανώτατο ποσό επιχορήγησης ΦΒ Σταθμού τα 450 ευρώ/kWp και το 90% του κόστους της μπαταρίας με ανώτατο ποσό επιχορήγησης μπαταρίας τα 600 ευρώ//kWh, υπολογιζόμενα με το καθαρό ποσό χωρίς να περιλαμβάνεται ο ΦΠΑ ο οποίος δεν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη για το πρόγραμμα.

Φωτοβολταϊκά στο χωράφι

Μεταξύ των μέτρων που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα είναι και το «Φωτοβολταϊκά στο Χωράφι», με προϋπολογισμό 30 εκατ. ευρώ. Ουσιαστικά, μεταφέρεται από το πρόγραμμα «Φωτοβολταϊκά στις Στέγη» το σκέλος που αφορούσε στους αγρότες, το οποίο προβλέπει επιδότηση 40%.

Για ένα έργο ισχύος έως 10,8 kW και με μέσο υπολογιζόμενο κόστος ενός τέτοιου συστήματος τα 18.000 ευρώ, η επιδότηση υπολογίζεται:

  • Για το φωτοβολταϊκό στα 10.000 ευρώ και με επιδότηση 4.000 ευρώ (10.000€*40%=4.000€ και ανώτατο όριο ποσού 10,8kWp*450€/kWp=4.860 ευρώ), το τελικό κόστος για τα φωτοβολταϊκά διαμορφώνεται στα 6.000 ευρώ.
  • Για τις μπαταρίες 8.000 ευρώ με επιδότηση 6.480 ευρώ (8.000€*90%=7.200€ και ανώτατο όριο ποσού 10,8kWh*600€/kWh=6.480€), το τελικό κόστος για τις μπαταρίες ανέρχεται στα 1.520 ευρώ.

Συνεπώς, το τελικό κόστος για το Φ/Β Σταθμό ανέρχεται στα 7.520 ευρώ και η μέση παραγωγή στις 14.000 – 15.000 kWh ετησίως. Επομένως, ένας αγρότης θα έχει εξοικονόμηση γύρω στα 1.700 – 1.800 ευρώ το χρόνο για τα επόμενα 25 χρόνια, υπολογιζόμενο με μια τιμή ρεύματος 12 λεπτά ανά κιλοβατώρα και μέσο χρόνο απόσβεσης της επένδυσης τα 4,5 χρόνια.