Με ταχείς ρυθμούς πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα, αν θέλει να επωφεληθεί από την ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών πάρκων, όπως αναφέρει ο Διαχειριστής Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας της Ευρώπης (ENTSO-E) στην παρουσίαση του Σχεδίου Ανάπτυξης των υποδομών διασύνδεσης των Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων στην Ευρώπη (ONDP).
Επί του παρόντος, η χώρα μας δεν διαθέτει εγκατεστημένες υπεράκτιες αιολικές εγκαταστάσεις. Οι υφιστάμενες υποδομές του ελληνικού συστήματος μεταφοράς και οι νέες διασυνδέσεις που προβλέπονται μαζί με τα προγραμματισμένα εσωτερικά έργα που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης (ΕΣΕΚ) -και ιδιαίτερα αυτά που συνδέουν τα νησιά του Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα και η διασύνδεση με την Κρήτη- θα έχουν σημαντικό ρόλο στη σύνδεση των υπεράκτιων αιολικών με το δίκτυο, συμβάλλοντας παράλληλα στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για το 2030 και το 2050.
Το ΕΣΕΚ προδιαγράφει την ανάπτυξη έργων ισχύος 2 GW έως το τέλος της δεκαετίας και 17,3 GW έως το 2050. Η εγκατάσταση ΥΑΠ μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση του ΑΕΠ με έως και 1,9 δισ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2050 και των εσόδων του Δημοσίου με έως και 440 εκατ. ευρώ ετησίως. Για την ίδια περίοδο μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ενίσχυση της απασχόλησης, στηρίζοντας έως και 44.400 θέσεις εργασίας ετησίως. Συνολικά, η υλοποίηση των έργων αυτών υπολογίζεται να μοχλεύσει επενδύσεις πάνω από 30 δισ. ευρώ, ενώ στόχος είναι μέχρι το 2030 να έχει λειτουργήσει τουλάχιστον το πρώτο έργο.
Όπως αναφέρει ο ENTSO-E η χώρα μας διαγκωνίζεται στην κούρσα των υπεράκτιων αιολικών τα κράτη στη λεκάνη της Μεσογείου και κάνει αισθητή την παρουσία της στην εν λόγω αγορά. Η ανάπτυξη των υπεράκτιων αιολικών πάρκων αποτελεί εθνική προτεραιότητα, διότι αφενός θα συνδράμει αποφασιστικά στην ενεργειακή αυτονομία της χώρας και αφετέρου δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν στο μέλλον εξαγωγές «πράσινης» ενέργειας. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, υπάρχουν ακόμη πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν προς την ωρίμανση τέτοιων εγκαταστάσεων, σε συγκερασμό με τη συνεχή εξέλιξη των χερσαίων αιολικών πάρκων. Η αγορά χρειάζεται να εμπλέκει μια σειρά από τομείς της οικονομίας, όπως ναυπηγεία, λιμάνια, βιομηχανίες καλωδίων, τσιμέντου και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, βιομηχανίες μετάλλων και μεταλλικών κατασκευών, μεταφορές, ναυτιλία, υπηρεσίες κ.λπ., δημιουργώντας ισχυρή προστιθέμενη αξία αν θέλει να βρεθεί στο ζενίθ.
Το ONDP 2024
Το ONDP 2024 είναι το πρώτο βήμα για την περαιτέρω ανάπτυξη ενός μελλοντικού υπεράκτιου αιολικού δυναμικού στην Ευρώπη. Το κρίσιμο θέμα των δικτύων για την απορρόφηση της ισχύος που θα παράγεται από τα υπεράκτια αιολικά απασχολεί έντονα τους επενδυτές όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το σχέδιο ανάπτυξης του υπεράκτιου δικτύου (ONDP) διαπιστώνει ότι θα χρειαστούν συνολικές επενδύσεις άνω των 400 δισεκατομμυρίων ευρώ για υπεράκτια περιουσιακά στοιχεία μεταφοράς. Οι υπεράκτιες υποδομές μεταφοράς που απαιτούνται για τη σύνδεση των υπεράκτιων ΑΠΕ ενδέχεται να καλύψουν έως και 54.000 χιλιόμετρα διαδρομών στα ευρωπαϊκά ύδατα, δηλαδή σχεδόν 1,5 φορά το μήκος του Ισημερινού. Οι κάθετοι και οριζόντιοι διάδρομοι μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στον ευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο καταλαμβάνουν κεντρική θέση στον δημόσιο διάλογο, καθώς αποτελούν προϋπόθεση για να πρασινίσει το ενεργειακό μείγμα και να βελτιωθεί η αξιοπιστία του ηλεκτρικού εφοδιασμού της Ευρώπης. Τα έργα των ηλεκτρικών διαδρόμων και των απαραίτητων διασυνδέσεων μεταξύ offshore αιολικών, εξετάζοντας τη βιωσιμότητά τους.
Το μέγεθος του έργου και η απαιτούμενη ταχύτητα είναι τεράστια. Από σήμερα, μόνο ένα μικρό κλάσμα των προβλεπόμενων υπεράκτιων ΑΠΕ δυναμικότητας έχει εγκατασταθεί. Για την επίτευξη των στόχων του 2030 απαιτείται η εγκατάσταση 153 GW, δηλαδή περίπου 25,5 GW ετησίως, σε ολόκληρη την περιοχή, με τις χώρες της ΕΕ να πρέπει να εγκαταστήσουν 15 GW ετησίως (και τη Νορβηγία και τη Μεγάλη Βρετανία άλλα 10,5 GW, συνολικά, κάθε χρόνο). Σύμφωνα με τη Wind Europe, ο μέσος ετήσιος ρυθμός εγκατάστασης τα τελευταία 10 χρόνια ήταν 2,5 GW, γεγονός που καταδεικνύει την τεράστια πρόκληση για την αιολική βιομηχανία. Η επέκταση των υπεράκτιων αιολικών πρέπει να είναι 9 φορές ταχύτερη απ’ ό,τι ήταν τα τελευταία 10 χρόνια.
Η απευθείας σύνδεση της υπεράκτιας παραγωγής με την ξηρά θα εξακολουθήσει να είναι η πιο συνηθισμένη λύση σύνδεσης σε όλη την Ευρώπη. Οι υβριδικές υποδομές -οι οποίες συνδέουν την υπεράκτια παραγωγή και ταυτόχρονα διασυνδέουν τις ενεργειακές αγορές- θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματική ενσωμάτωση της παραγόμενης ενέργειας, ιδίως στις βόρειες θάλασσες και τη Βαλτική Θάλασσα. Η χρήση της τεχνολογίας HVDC, λόγω των σημαντικών τεχνικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει, καθώς διατηρεί σταθερή την ισχύ, την τάση και τη συχνότητα του ηλεκτρισμού και ενισχύει την ευστάθεια και την αποδοτικότητα του δικτύου. Οι προβλέψεις του ENTSO-E για την περιοχή (South and East Offshore Grids) «λένε» ότι θα χρειαστούν υποδομές μεταφοράς ενέργειας συνολικής ισχύος 8,7 το 2030, 19,2 το 2040 και 28,3 GW το 2050, αντίστοιχα, καλύπτοντας συνολικά 1,600 χιλιόμετρα. Οι συνολικές επενδύσεις που απαιτούνται μέχρι το 2050 μπορούν να φτάσουν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ, αναλογιζόμενοι μονάχα τις υποδομές μεταφοράς για τη διασύνδεση των αιολικών μονάδων που θα αναπτυχθούν στη θάλασσα.
Η Ευρώπη χρειάζεται να πάρει τα ηνία της αγοράς, ξεπερνώντας τις προκλήσεις που αφορούν το χωροταξικό, την έλλειψη υποδομών και δικτύων που θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους ενδιαφερόμενους επενδυτές. Το τεράστιο υπεράκτιο αιολικό δυναμικό της Ευρώπης θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στο μελλοντικό ενεργειακό σύστημα, προσφέροντας μία καθαρή, ενδογενή πηγή ΑΠΕ. Οι υπεράκτιες ΑΠΕ θα γίνουν ο τρίτος σημαντικός ενεργειακός πόρος στο ευρωπαϊκό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, παρέχοντας το 18% της διανεμόμενης ενέργειας το 2040 και το 2050, ενέργεια που είναι επαρκής για την τροφοδοσία 55 εκατομμυρίων νοικοκυριών ήδη το 2040, εάν όλα κυλήσουν σύμφωνα με τους στόχους των κρατών-μελών. Η πρόσθετη υπεράκτια δυναμικότητα ΑΠΕ πρέπει να ενσωματωθεί στα ενεργειακά συστήματα της Ευρώπης.