Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ), με διάταξη που περιλαμβάνεται σε υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, δίνει την ευκαιρία σε αγρότες να αντλήσουν έσοδα από την παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα, χωρίς να θυσιάζονται καλλιεργούμενες εκτάσεις.
Ειδικότερα, η διάταξη για τα αγροτικά φωτοβολταϊκά περιλαμβάνεται στο άρθρο 33 του νομοσχεδίου του ΥΠΑΑΤ και αναφέρεται στις «προϋποθέσεις για την εγκατάσταση μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε Γεωργική Γη Υψηλής Παραγωγικότητας». Στο άρθρο ορίζεται ότι επιτρέπεται η παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς εγκατεστημένης ισχύος έως και ένα μεγαβάτ (1 MW), σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών της Αττικής, καθώς και των περιοχών της επικράτειας που έχουν ήδη καθοριστεί ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας.
Οι σταθμοί μαζί με τις αγροτικές εκτάσεις που καλύπτουν φωτοβολταϊκοί σταθμοί που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία ή έχουν χορηγηθεί δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης δεν θα πρέπει ξεπερνούν το 0,8% των καλλιεργούμενων εκτάσεων κάθε Περιφερειακής Ενότητας.
Με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) του ΥΠΑΑΤ και του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που θα εκδοθεί έως τον Μάρτιο, θα καθοριστούν, μεταξύ άλλων, η ισχύς των φωτοβολταϊκών σταθμών που επιτρέπεται να εγκατασταθούν σε αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας σε κάθε Περιφερειακή Ενότητα, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εγκατάσταση των σταθμών, ποιες καλλιέργειες θα επιτρέπονται, οι κατηγορίες των αιτούντων και τα ποσοστά επιδότησης.
Τα πλεονεκτήματα των αγροβολταϊκών συστημάτων
Τα τελευταία χρόνια, με τη μαζική επέκταση των μονάδων ΑΠΕ σε όλη τη χώρα, παρατηρείται το φαινόμενο να χάνονται μεγάλες εκτάσεις που αξιοποιούνται ή μπορούν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμενο είναι να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα και την παραγωγή «πράσινης» ενέργειας.
Όπως αναφέρει στο powergame.gr ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αγροτικών Φωτοβολταϊκών (ΠΣΑΦ), Κώστας Σπανούλης, με τη διάταξη που προωθεί το ΥΠΑΑΤ και με την επικείμενη ΚΥΑ που θα εξειδικεύει τους όρους, θα ανοίξει ο δρόμος για τη μαζική χρήση των αγροβολταϊκών συστημάτων στη χώρα. Τα αγροβολταϊκά είναι φωτοβολταϊκά συστήματα που εγκαθίστανται στις στέγες σε κλειστές καλλιέργειες (θερμοκήπια), αλλά και σε ανοιχτές, όπου τα πάνελ απέχουν από το έδαφος από ένα συγκεκριμένο ύψος και πάνω. Στη χώρα μας το ύψος αυτό αναμένεται να ξεκινά από τα 2,10 μέτρα.
Με τη συγκεκριμένη τεχνολογία επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, η σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστος και η διπλή χρήση της γης τόσο για καλλιέργειες όσο και για παραγωγή ενέργειας.
Η ενθάρρυνση της χρήσης αγροβολταϊκών στη χώρα μας, αξιοποιώντας την εμπειρία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Γερμανία, αποτελεί ένα πάγιο αίτημα του ΠΣΑΦ τα τρία τελευταία χρόνια περίπου. Καθώς το κόστος αυτών των συστημάτων είναι μεγαλύτερο σε σύγκριση με τα «συμβατικά» φωτοβολταϊκά, ο κ. Σπανούλης επισημαίνει ότι τα ποσοστά επιδότησης που θα χορηγηθούν μέσω των Σχεδίων Βελτίωσης του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) θα πρέπει να είναι υψηλά, ώστε να μπορούν οι αγρότες να καλύψουν τη δαπάνη για την εγκατάσταση. Διαφορετικά, ο ΠΣΑΦ ζητεί να οριστεί μια υψηλότερη τιμή (ταρίφα) για την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο.
Επίσης, ο κ. Σπανούλης προσθέτει ότι αυτά τα έργα θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα σύνδεσης, ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο οι ενδιαφερόμενοι αγρότες να υποβάλλουν αιτήσεις χωρίς αποτέλεσμα, καθώς το δίκτυο σε πολλές περιοχές της χώρας είναι σε κατάσταση συμφόρησης. Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, ο κ. Σπανούλης αναφέρει ότι η Τράπεζα Πειραιώς έχει συμπεριλάβει στο δανειοδοτικό της πρόγραμμα τη στηριξη αυτών των έργων.
Τέλος, ο ΠΣΑΦ ζητεί από το ΥΠΕΝ να ορίσει στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έναν ενδεικτικό στόχο για την παραγωγή «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικά από αγρότες. Σημειώνεται ότι στη Γερμανία το μερίδιο του αγροτικού τομέα στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ ανέρχεται στο 20% περίπου, ενώ στην Ελλάδα μετά βίας προσεγγίζει το 3%, όταν στη Γερμανία οι αγρότες αποτελούν το 1% του πληθυσμού και στην Ελλάδα το 8%.